- ριέλ
- το, Ννομισματική μονάδα τής Καμπότζης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ντιράν-Ριέλ, Πολ — (Paul Durand Ruel, Παρίσι 1831 – 1922). Γάλλος έμπορος τέχνης. Με το φωτισμένο πνεύμα του και την επιμονή του συνέβαλε στην επικράτηση της καλύτερης γαλλικής ζωγραφικής στην περίοδο μεταξύ 1830 και 1890. Κληρονόμησε από τον πατέρα του ένα… … Dictionary of Greek
μανιτόμπα — (Manitoba). Επαρχία (647.797τ. χλμ., 1.150.848κάτ. το 2001) του νοτιοκεντρικού Καναδά, η οποία συνορεύει στα Β με την επαρχία Νούναβουτ, στα Α με την επαρχία Οντάριο, στα Ν με τις Ηνωμένες Πολιτείες (Μινεζότα και Βόρεια Ντακότα), στα Δ με την… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Κανβάιλερ, Ντάνιελ Χένρι — (Daniel Henri Kahnweiler, Μανχάιμ 1884 – 1979). Γάλλος έμπορος και τεχνοκριτικός, γερμανικής καταγωγής. Ο Κ. ανέπτυξε στο Παρίσι (όπου είχε εγκατασταθεί από το 1902) έντονη δραστηριότητα κριτικού και εμπόρου έργων τέχνης. Πνεύμα ανοιχτό στα… … Dictionary of Greek
Μανέ, Εντουάρ — (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να… … Dictionary of Greek
Ντομιέ, Ονορέ — (Daumier Honore, 1808 – 1879). Γάλλος λιθογράφος, ζωγράφος και γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και όλων των εποχών. Ο πατέρας του, υαλοπώλης με ποιητικές φιλοδοξίες, εγκατέλειψε το 1814 τη Μασσαλία και… … Dictionary of Greek
Πισαρό, Καμίγ — (Pissarro, Σεν Τομά, Αντίγ 1830 – Παρίσι 1903). Γάλλος ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ιμπρεσιονισμού. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, συνδέθηκε από το 1855 και ακολούθησε τις συμβουλές του Κορό, καλλιτέχνη για τον oποίο… … Dictionary of Greek